- σκοτιαῖος
- σκοτι-αῖος, α, ον,A v.l. for σκοταῖος in Poll.1.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτιαίος — αία, ον, Α βλ. σκοταῑος … Dictionary of Greek
σκοτιαίῳ — σκοτιαῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοταίος — και σκοτιαῑος, αία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ πεδίον», Ξεν. β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.) 2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας, πριν από … Dictionary of Greek